- ἐμπόλιον
- ἐμπόλ-ιον, τό,A casing for a dowel,
ἐ. Χαλκᾶ IG2.1054f4
, 1054gA6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐ. Χαλκᾶ IG2.1054f4
, 1054gA6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εμπόλιον — ἐμπόλιον, το (Α) ξύλινος κύβος που στερεωνόταν μεταξύ τών σπονδύλων τών κιόνων και στις δύο έδρες τους και χρησίμευε στην τέλεια προσαρμογή και σταθεροποίησή τους … Dictionary of Greek